- επίδεσμα
- ἐπίδεσμα, τὸ (AM)επίδεσμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίδεσμα — neut nom/voc/acc sg ἐπίδεσμον upper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσμασιν — ἐπίδεσμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσματα — ἐπίδεσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέσματι — ἐπίδεσμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)